ῥυπαίνει

ῥυπαίνει
ῥυπαίνω
defile
pres ind mp 2nd sg
ῥυπαίνω
defile
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …   Dictionary of Greek

  • μολυντός — μολυντός, ή, όν (Μ) [μολύνω] ικανός να μολύνει, να ρυπαίνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ρυπαστικός — ή, όν, Α [ῥυπαίνω] αυτός που ρυπαίνει, που λερώνει …   Dictionary of Greek

  • ρυπογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που ρυπαίνει το περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύπος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • ρυπαντής — ο 1. ο δείκτης ρύπανσης σε έναν χώρο. 2. αυτός που ρυπαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουπίδι — το 1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να ναι. 2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιλωτικός — ή, ό 1. αυτός που ρυπαίνει. 2. αυτός που ατιμάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”